0

Η Καθαρά Δευτέρα για τους Έλληνες ήταν πάντα μια πολυσήμαντη μέρα. Για τους πιστούς ήταν η πρώτη μέρα μιας μακράς νηστείας 40 ημερών μέχρι το Πάσχα -μια περίοδος καθαρότητας από τις καθημερινές ανθρώπινες αδυναμίες με στόχο τη σωματική και πνευματική κάθαρση. Για τους μικρούς ήταν η τελευταία μέρα των αποκριών, μια μέρα με παιχνίδι και το πέταγμα του χαρταετού. Για τις νοικοκυρές, μια πρόκληση να δημιουργήσουν τα καλύτερα νηστίσιμα φαγητά και για τους άνδρες, η ευκαιρία για να βρεθούν με την οικογένεια, να παίξουν με τα παιδιά τους και να φτιάξουν τον χαρταετό που ήταν πάντα χειροποίητος.

Τα σαρακοστιανά γεμίζουν το τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας και μικροί και μεγάλοι απολαμβάνουν νηστίσιμες λιχουδιές. Σύμφωνα με τα χριστιανικά ήθη και έθιμα, οι γυναίκες την Καθαρά Δευτέρα δεν πρέπει να αφιερώσουν πολύ χρόνο στην κουζίνα. Για τον λόγο αυτό δεν μαγειρεύουν, σερβίρουν ωμές τροφές (όπως ελιές και τουρσί) και δεν χρησιμοποιούν μαγιά στο ψωμί, ώστε να μην χρειαστεί να περιμένουν να φουσκώσει. Αντί του ψωμιού, σταθερή θέση στο τραπέζι έχει η λαγάνα, η οποία παρασκευάζεται με τα «άζυμα», δηλαδή χωρίς προζύμι. Οι πιστοί την καταναλώνουν σε ανάμνηση της βοήθειας που προσέφερε ο Θεός στους Ισραηλίτες με τα «άζυμα» και τους οδήγησε στην Έξοδο από την Αίγυπτο.

Ένα άλλο κλασικό έδεσμα της γιορτής είναι ο χαλβάς του «μπακάλη» ο οποίος παρασκευάζεται από ταχίνι (πολτός από αλεσμένο σουσάμι). Η καθιέρωση του χαλβά είναι και πρακτική καθώς παρασκευάζεται από τον πολύτιμο σπόρο του σουσαμιού το οποίο παρέχει ενέργεια, απαραίτητη σε μια μακρά περίοδο νηστείας όπως αυτή της Σαρακοστής. Για όλους, η Καθαρά Δευτέρα ήταν μια μέρα ευχάριστη και διαφορετική – και έτσι παραμένει μέχρι και σήμερα, με ιδιαίτερες παραδόσεις και έθιμα που γιορτάζονται σε όλη τη χώρα.

Στην Ξάνθη, αναβιώνει «το κάψιμο του Τζάρου», ενός ανθρώπινου ομοιώματος που οι Θρακιώτες τοποθετούσαν πάνω σε πουρνάρια. Ντόπιοι και επισκέπτες της πόλης συγκεντρώνονταν στο κέντρο της πλατείας και έκαιγαν το ομοίωμα, προκειμένου το καλοκαίρι να αποφύγουν τους ψύλλους. Το έθιμο έχει ρίζες στους πρόσφυγες από το Σαμακώβ της Ανατολικής Θράκης και αναβιώνει κάθε χρόνο από τους κατοίκους του ομώνυμου συνοικισμού.

Στην Καβάλα, οι νέοι τρέχουν να «πιάσουν το φίδι». Σήμερα η έκφραση έχει κυριολεκτική σημασία, καθώς ο δήμος καλεί τα παιδιά να εντοπίσουν το ερπετό. Ωστόσο προπολεμικά, η έκφραση είχε μεταφορική χροιά, καθώς χρησιμοποιούνταν από τους μεγαλύτερους για να κοροϊδέψουν τους νέους.

Στην Κοζάνη δεν πετούν χαρταετό. Είναι η πόλη που πετά αυτοσχέδια μικρά αερόστατα που έχουν σχεδιάσει οι ίδιοι οι κάτοικοι. Το θέαμα είναι μαγικό καθώς βάζουν φωτιά στο πανί της κατασκευής και αμέσως το αερόστατο παίρνει ύψος και ανεβαίνει στον ουρανό. Οι ηλικιωμένοι του Πεντάλοφου (του χωριού που γεμίζει με χρωματιστά ιπτάμενα αερόστατα) λένε ότι το πέταγμά τους καθιερώθηκε την Καθαρά Δευτέρα καθώς τότε οι μάστορες δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη τα ταξίδια τους. Οι Πενταλοφίτες ταξίδευαν από άκρη σε άκρη της χώρας και έφταναν μέχρι τα παράλια της Mεσογείου, την Συρία και τις χώρες της Mέσης Ανατολής για να κτίσουν πέτρινα οικοδομήματα.

Στα Τρίκαλα στήνουν τον καραγκούνικο γάμο, όπως παραδοσιακά γινόταν μέχρι και τη δεκαετία του 1960-70 σε πολλά χωριά της Δυτικής Θεσσαλίας. Κάτοικοι του χωριού, αφού έχουν γεμίσει το στομάχι τους με την παραδοσιακή φασολάδα, συγκεντρώνονται στην πλατεία για να περάσουν τα στέφανα στο ζευγάρι. Η διαδικασία ξεκινά πρώτα με τους αρραβώνες. Στην πλατεία φτάνει από τη μία το σόι του γαμπρού και από την άλλη το σόι της νύφης, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές. Η παρωδία της υπόθεσης είναι ότι ως νύφη ντύνεται συνήθως κάποιος νεαρός άνδρας, ο οποίος φοράει την παραδοσιακή νυφιάτικη φορεσιά. Το γέλιο είναι άφθονο και γίνεται ακόμη περισσότερο όταν εμφανίζεται ο παπάς με την παπαδιά πάνω σε… μηχανάκι μεγάλου κυβισμού!

Στο Γαλαξίδι στήνουν τα αλευρομουτζουρώματα, ένα «πρωτότυπο» αποκριάτικο έθιμο στο οποίο οι συμμετέχοντας «οπλίζονται» με αλεύρι και φούμο και η πόλη μετατρέπεται σε «εμπόλεμη ζώνη». Μικροί και μεγάλοι ξεκινούν από την «καρδιά» τη πόλης και καταλήγουν στο λιμάνι, παίζοντας αλευροπόλεμο. Ένα σύννεφο καπνού καλύπτει την πόλη, όπου ξεχωρίζουν μόνο οι πολύχρωμες φιγούρες των συμμετεχόντων οι οποίοι αργότερα, ανάβουν φωτιές και χορεύουν. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια έβαφαν το πρόσωπό τους με κάρβουνο και φορούσαν στη ζώνη μεγάλες κουδούνες.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι Γαλαξιδιώτες είδαν το έθιμο του αλευρομουτζουρώματος στις ακτές της Σικελίας – οι Σικελιώτες χρωμάτιζαν τα πρόσωπά τους με αλεύρι, λουλάκι και βερνίκι και επιδίδονταν σε ξέφρενο γλέντι.Ορισμένοι λαογράφοι θεωρούν ότι τοέθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στο Βυζάντιο, όπου οι μίμοι του Ιπποδρόμου έβαφαν τα πρόσωπά τους με λευκό χρώμα. Όποια και αν είναι η ρίζα του, στο Γαλαξίδι πραγματοποιείται συστηματικά από το 1840, όταν αναπτύχθηκε η ναυτιλία και οι Γαλαξιδιώτες έγιναν περίφημοι καπετάνιοι καθώς το αλευρομουτζούρωμα συνδέθηκε με τον αποχαιρετισμό των ναυτικών και ήταν ένα είδος αποχαιρετιστήριας γιορτής για όσους έφευγαν τον Μάρτιο στα καράβια.

Παρόμοια είναι η γιορτή και στη Ρόδο, όπου κάτοικοι του Αρχάγγελου βάφουν μαύρα τα πρόσωπά τους και κυκλοφορούν έτσι όλη τη μέρα. Το έθιμο με τα «μουζώματα» είναι κατάλοιπο των Διονυσιακών γιορτών. Έχει ρίζες από τότε που οι κάτοικοι του χωριού ντύνονταν την ημέρα της Καθαράς Δευτέρας με προβιές από πρόβατα και κατσίκια. Παράλληλα, κάλυπταν τα πρόσωπά τους με πίτουρα και σπασμένο κάρβουνο στο οποίο έριχναν λίγο λάδι.

Στα Χανιά αναβιώνει το έθιμο της καμήλας, ενός διονυσιακού εθίμου που πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Από το πρωί της Καθαράς Δευτέρας κατασκευάζουν την καμήλα, τοποθετώντας στο κεφάλι της ένα καρούλι που ανοιγοκλείνει με το τράβηγμα ενός σχοινιού. Ως μάτια τοποθετούνται δύο μανταρίνια ζωγραφισμένα και ντύνουν το σώμα με προβιές κουνελιών. Στην καμήλα μπαίνουν συνήθως τρεις άνθρωποι -ένας κρατάει το κεφάλι στερεωμένο σε ένα ξύλο και οι άλλοι δύο, με τη βοήθεια κοφινιών, σχηματίζουν τις καμπούρες της. Η καμήλα κάνει βόλτα στους δρόμους του
χωριού Καιάνα και καταλήγει στην πλατεία που το γλέντι κορυφώνεται.

Τα έθιμα είναι αμέτρητα σε όλη τη χώρα. Ανεξάρτητα, όμως, από τις παραδόσεις και τους ιδιαίτερους εορτασμούς κάθε περιοχής, διαχρονικός πρωταγωνιστής στο ελληνικό τραπέζι, όπου κι αν αυτό βρίσκεται, παραμένει σταθερά ο Μακεδονικός Χαλβάς. Και αυτό το υγιεινό γλύκισμα είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την Καθαρά Δευτέρα τη Μόνη Δευτέρα που Αγαπάμε!

πηγή: mixanitouxronou

You may also like

Comments

Leave a reply

More in LIFE