Εύφρων
(368 – 366 π.Χ.)
Η εισβολή της Πελοποννήσου από τους Θηβαίους, για να καταστείλουν και να αποδυναμώσουν την Σπάρτη, έφερε αναστάτωση σε όλες τις πολιτείες. Σε αυτήν την άστατη χρονική περίοδο ένας πολίτης της Σικυώνος με επιρροή, ονομαζόμενος Εύφρων, άρπαξε την ευκαιρία να εγκαθιδρύσει την δημοκρατία και να γίνει τύραννος της πόλης (368 π.Χ.).
Τα ιστορικά συμβάντα της ανόδου του στην εξουσία, έχουν ως εξής:
Οι Θηβαίοι καθαίρεσαν την ολιγαρχία στις πόλεις των Αχαιών, εξόρισαν τους αργηγούς της ολιγαρχίας και τοποθέτησαν δικό τους αρμοστή σε κάθε μία πόλη. Η Σικυών που ήταν σύμμαχος των Θηβών την εποχή εκείνη, έχοντας ήδη αρμοστή και φρουρά, είχε παραμείνει ολιγαρχική. Αυτή ήταν η γενική κατάστασης, όταν ο Εύφρων άρπαξε την ευκαιρία και κατέλαβε την εξουσία. Προειδοποίησε τους Αρκάδες και Αργείους, ότι αν η ολιγαρχία παρέμενε στην εξουσία, αργά η γρήγορα θα υπέκυπταν στην Σπάρτη, και γι’ αυτόν τον λόγο ήταν απαραίτητο η Σικυών να γίνει δημοκρατική. (Ένας μεγάλος αριθμός από εξόριστους ολιγαρχικούς αφού ένωσαν τις δυνάμεις τους, κατόρθωσαν να ανατρέψουν αρκετές από τις καινούργιες δημοκρατίες, εξορίζοντας τον Θηβαίο αρμοστή και τοποθετώντας επιτηρητές υπό την προστασία της Σπάρτης).
Οι Αρκάδιοι και Αργείοι έστειλαν μια μεγάλη δύναμη και υπό την προστασία τους, ο Εύφρων έκανε γενική συγκέντρωση στην Αγορά και πρότεινε ότι η ολιγαρχία έπρεπε να καθαιρεθεί και η Σικυών να εκδημοκρατιστεί.
Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή και τον επέλεξαν μαζί με πέντε άλλους ως γενικό διοικητή. Αμέσως ελευθέρωσε όλους τους δούλους και τους έκανε πολίτες. Αργότερα αφού δολοφόνησε τους πέντε συντρόφους του στρατηγούς, έγινε ο μοναδικός άρχων της πόλης. Με το πρόσχημα ότι Λακωνίζουν, εξόρισε και κατέσχεσε την περιουσία των πλουσίων πολιτών, κατέκλεψε το δημόσιο ταμείο και πήρε από τους ναούς ότι πολύτιμο είχαν, από χρυσό και ασήμι. Με τα χρήματα αυτά, έγινε δυνατό να αυξήσει και να αναδιοργανώσει το προηγούμενο σώμα ξένων μισθοφόρων, τους οποίους χρησιμοποιούσαν οι ολιγαρχικοί, δίνοντας την αρχηγία τους στον γιο του Αντέα. Επίσης εξαγόρασε πολλούς από τους Αρκάδες και Αργείους, που κατείχαν ανώτατα αξιώματα.
Αλλά ήταν τέτοιος ο βαθμός των δολοπλοκιών του και τόσο ανυπόφορη η τυραννία του (επιτέθηκε στην γειτονική Φλειασία, εξαγόρασε, διέφθειρε και δολοφόνησε πολλούς) ώστε οι Αρκάδιοι, που τον είχαν βοηθήσει να πάρει την εξουσία, στράφηκαν εναντίον του. Μία Αρκαδική δύναμης υπό τον στρατηγό Αινέα της Στυμφαλίας, έφθασε στην Σικυώνα και τον ανάγκασαν να συμφωνήσει και να επαναφέρει πίσω όλους τους εξόριστους. Ο Εύφρων τρέμοντας την εκδίκηση τους, μετέφερε την δύναμη των μισθοφόρων στο λιμάνι (το λιμάνι ήταν ξεχωριστή πόλη οχυρωμένη με τείχη, όχι μακριά από την πόλη, στο σημερινό Κιάτο). Αμέσως ανακήρυξε τον εαυτό του φίλο της Σπάρτης και κάλεσε τους Λακεδαιμονίους να πάρουν το λιμάνι υπό την κυριαρχία τους, αλλά όλα αυτά δεν έφεραν αποτέλεσμα. Τελικά με την βοήθεια των Αθηναίων, επέστρεψε πάλι πίσω στην πόλη.
Αργότερα επισκέφθηκε τις Θήβες, για να ζητήσει την βοήθεια τους να εξορίσει ξανά τους αντιπάλους του και να πάρει απόλυτη κυριαρχία στην πόλη. Δολοφονήθηκε εκεί, μπροστά στα Καδμεία, στην είσοδο του βουλευτηρίου από ολιγαρχικούς, οι οποίοι παρακολουθούσαν τις κινήσεις του. Οι δικαστές πρότειναν την θανατική ποινή στους ενόχους, αλλά τελικά αθωώθηκαν. Στην Σικυώνα η μνήμη του Εύφρωνα ήταν αγαπητή και λατρευότανε σαν δεύτερος ιδρυτής της πόλεως. Αυτό δείχνει, ότι κάτω από την αρχηγία του, ο φτωχός λαός ήταν πιο ευχαριστημένος από τους πολιτικούς αντιπάλους του, τους οποίους μεταχειρίσθηκε χωρίς οίκτο. Ο γιος του Αντέας, τον διαδέχθηκε στην εξουσία και μετά από αυτόν η πόλη κατελήφθη από τους Μακεδόνες.
Η Κρατεσίπολις, μετά την δολοφονία του άνδρα της Αλέξανδρου στην Σικυώνα το 314 π.Χ., κατέστειλε την εξέγερση και αφού ανέλαβε την εξουσία εκτέλεσε τους τριάντα ηγήτορες. Αφού επανέφερε την τάξη, διοίκησε την Σικυώνα και την Κόρινθο επί έξι χρόνια, μέχρι την άφιξη του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, στον οποίο παρέδωσε την ηγεμονία της.
Το 303 μ.Χ., ο Δημήτριος Πολιορκητής κατέλαβε την Σικυώνα, κατέστρεψε την πόλη και έχτισε την νέα πόλη στην Ακρόπολη, επάνω σε ένα τριγωνικό οροπέδιο, 4χμ στο εσωτερικό. Ονόμασε την νέα πόλη Δημητριάς, αλλά το όνομα αυτό δεν κράτησε για πολύ, αν και χρησιμοποιήθηκε ξανά τον μεσαίωνα για λίγο διάστημα
Τύραννοι
(303 – 251 π.Χ.)
Η Σικυών, μετά τα χρόνια του Κλεισθένη, ο οποίος είχε δώσει τέλος στην κυριαρχία της Δωρικής αριστοκρατίας, ήταν ο τόπος όπου διαρκείς αναστατώσεις και συνεχείς διαμάχες ελάμβαναν μέρος, υπέφερε δε από σειρά τυράννων και δημαγωγών.
Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Κλέων έγινε τύραννος στην Νέα Πόλη. Ο Κλέων δολοφονήθηκε και ο Ευθύδημος μαζί με τον Τιμοκλείδη έγιναν συγχρόνως τύραννοι. Οι κάτοικοι όμως της Σικυώνος τους απέλασαν και διάλεξαν τον Κλεινία να κυβερνήσει την πόλη. Ένα από τα έργα του ήταν το κτίσιμο του Γυμνασίου.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Κλεινίας δολοφονήθηκε από τον Αμπαντίδα, ο οποίος σκότωσε όλους τους στενούς φίλους του και εξόρισε άλλους που ήταν με το μέρος του. Προσπάθησε να σκοτώσει επίσης και τον γιο του, Άρατο, ο οποίος ήταν μόλις επτά χρονών. Ευτυχώς γι’ αυτόν, η αδελφή του τυράννου Σωσώ, η οποία ήταν παντρεμένη με τον αδελφό του Κλεινία, τον λυπήθηκε, τον έκρυψε στο σπίτι της, και την νύχτα τον φυγάδευσε στο Άργος, σε φίλους της οικογένειας. Ο Αμπαντίδας θανατώθηκε από τον λαό και ο πατέρας του Πασέας ανέλαβε τύραννος, αλλά όχι για πολύ. Δολοφονήθηκε από τον Νικοκλή, ο οποίος έγινε ο νέος τύραννος.
Από τα γεγονότα αυτά ο Άρατος ένοιωσε μίσος για την τυραννία και όταν μεγάλωσε άρχισε να σκέπτεται πώς θα ελευθερώσει την πατρίδα του από τον τύραννο Νικοκλή. Μάταια προσπάθησε να πάρει βοήθεια από τους βασιλείς της Μακεδονίας και Αιγύπτου, και έτσι αποφάσισε να ελευθερώσει την Σικυώνα οργανώνοντας τους εξόριστους και να πάρει την πόλη με την βία.
πηγή: autochthonesellhnes
Comments