0

Λιγότερο διαδεδομένα στο ευρύ κοινό της Ελλάδας, από τα συμβατικά, παραμένουν τα βιολογικά ζυμαρικά.

Ωστόσο, οι εταιρείες ζυμαρικών του χώρου, διαβλέπουν δυναμική και εμπλουτίζουν σταδιακά τη γκάμα τους. Την ίδια ώρα, βέβαια, αγρότες και Αγροτικοί Συνεταιρισμοί που ασχολούνται με την παραγωγή σιτηρών φαίνεται πως προτιμούν να καλλιεργούν σιτάρι, είτε συμβατικό, είτε ολοκληρωμένης διαχείρισης, έχοντας και συμβόλαια σε πολλές περιπτώσεις με εταιρείες. Εμείς μιλήσαμε με αρκετούς αγρότες από την Θεσσαλία, τη Μακεδονία και βορειότερα, καθώς επίσης και Συνεταιρισμούς, ωστόσο διαπιστώσαμε ότι δεν υπάρχει μαζική καλλιέργεια βιολογικού σκληρού σίτου, παρά μόνον προσπάθειες περιορισμένης κλίμακας.

Σημειωτέον ότι τα βιολογικά ζυμαρικά παράγονται από σιμιγδάλι ή αλεύρι ποικιλιών σκληρού σιταριού βιολογικής παραγωγής, πιστοποιημένα από τους αρμόδιους φορείς. Μία από τις μεθόδους παρασκευής βιολογικών ζυμαρικών είναι αυτή της παραγωγής, σε παραδοσιακό πετρόμυλο, αντί του κυλινδρόμυλου, που χρησιμοποιείται στη μαζική παραγωγή. Ο συγκεκριμένος αυτός τρόπος άλεσης διατηρεί σε μεγαλύτερο βαθμό τα θρεπτικά συστατικά του προϊόντος και τη γεύση του. Έπειτα, το αλεύρι αυτό χρησιμοποιείται για την παραγωγή των βιολογικών ζυμαρικών. Πέραν του σκληρού σίτου, υπάρχουν δυο δημητριακά, που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με το σιτάρι, όμως είναι πιο θρεπτικά και το αλεύρι τους είναι η καλύτερη βάση για την παραγωγή βιολογικών ζυμαρικών. Αυτά είναι η Ζέα, το δίκοκκο σιτάρι και το Ντίνκελ ή Σπέλτ.

Ο κ. Κώστας Μερτζεμέκης, είναι παραγωγός, γεωπόνος και έμπορος δημητριακών από το Κιλκίς, επομένως έχει μεγάλη γνώση της αγοράς. Όπως αναφέρει η δυσκολία με το βιολογικό σιτάρι έχει να κάνει περισσότερο με την αποθήκευσή του μετά την συγκομιδή, παρά με την παραγωγή του, καθώς είναι πολλές οι απαιτήσεις ώστε το προϊόν να διατηρηθεί ψηλά ποιοτικά και να μην υποβαθμιστεί (π.χ. από έντομα κ.λπ.). Όχι ότι δεν γίνεται, εξηγεί ο ίδιος, αλλά είναι πολύ απαιτητικό και μετά χρειάζεται οι εταιρείες να διαθέτουν και διαφορετικές γραμμές παραγωγής από το συμβατικό.

Ο Λάμπης Κουμπρίδης, πρόεδρος στον Αγροτικό Συνεταιρισμό Ορεστιάδας δήλωσε ότι στην περιοχή ευθύνης της οργάνωσής του δεν καλλιεργεί κάποιος βιολογικό σιτάρι, όπως επίσης και στις γειτονικές. Και στην Λάρισα όμως, όπως μας είπε ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Νίκαιας, κ. Αντώνης Ρεντζιάς, η συμφωνία της οργάνωσης με εταιρεία αφορά, προϊόν ολοκληρωμένης διαχείρισης και δεν καλλιεργεί κάποιος βιολογικό προϊόν.

Βιολογικά ζυμαρικά διαθέτουν στην χώρα μας αρκετές εταιρείες του είδους, όπως μεταξύ άλλων, η Barilla, η Melissa Κίκιζας, η Ήλιος και πολλές μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις ή οικοτεχνίες με πολύ μικρότερη παραγωγή.

Από την εταιρεία Melissa – Κίκιζας που έχει αρκετά είδη βιολογικών ζυμαρικών αναφέρουν ότι «οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις για προϊόντα με υψηλή διατροφική αξία που συμβάλλουν στην προστασία του περιβάλλοντος, στην προάσπιση της υγείας και σε ένα καλύτερο τρόπο διατροφής, καθώς και οι αδιάκοπες έρευνες για συνεχή βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων που προσφέρει η εταιρεία, οδήγησαν στην επιλογή και δημιουργία της νέας σειράς Ζυμαρικών Βιολογικής Γεωργίας. Η επιλογή γίνεται από ποικιλίες σκληρού σίτου βιολογικής γεωργίας καλλιεργημένες με μεθόδους και διαδικασίες που σέβονται το περιβάλλον και τους καρπούς της γης. Όλα τα προϊόντα Primo Gusto Bio πιστοποιούνται από τον BIOHELLAS με κωδικό πιστοποίησης Β-266668».

Ιταλία: Σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης, πρόβλημα η απουσία πιστοποιημένων μύλων

Στις 13 Μαΐου το Ινστιτούτο Ismea εξέδωσε σχετική έκθεση, στην οποία επισημαίνει ότι το 2020 καταγράφηκε ρεκόρ στις αγορές ζυμαρικών τόσο στην αγορά της Ιταλίας (+ 8,9% πωλήσεις σε μεγάλους λιανοπωλητές) όσο και στο εξωτερικό με + 20% των εξαγωγών σε αξία. Σ’ αυτό το πλαίσιο, λέει το Ismea, τα Iταλικά βιολογικά ζυμαρικά έχουν σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης που, ωστόσο, συνυπάρχουν με ορισμένα σημαντικά κρίσιμα ζητήματα. Μεταξύ αυτών, όπως αναφέρει η έκθεση του Ismea με θέμα «ανάλυση της αλυσίδας αξίας των βιολογικών ζυμαρικών στην Ιταλική εφοδιαστική αλυσίδα», υπάρχει εξάρτηση από ξένες πρώτες ύλες, ενώ και το κόστος παραγωγής είναι ακόμη 70% υψηλότερο από εκείνο των συμβατικών.

Πιο αναλυτικά, στη μελέτη, το Ismea ανέλυσε τις οικονομικές ροές της αλυσίδας εφοδιασμού και ανακατασκεύασε την κατανομή της αξίας μεταξύ των εμπλεκόμενων παραγόντων. Η έρευνα, που ολοκληρώθηκε το 2020, περιελάμβανε 28 οργανικές εταιρείες, αντιπροσωπευτικές της Ιταλικής πραγματικότητας, στις οποίες χορηγήθηκε λεπτομερές ποιοτικό-ποσοτικό ερωτηματολόγιο για κάθε κόστος και έσοδα της αλυσίδας εφοδιασμού.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι στις περιπτώσεις που οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι πλήρως ενσωματωμένες, δηλαδή όταν η εταιρεία ελέγχει εσωτερικά ολόκληρο τον κύκλο ζωής των ζυμαρικών, από το χωράφι έως την παραγωγή ζυμαρικών, η γεωργική φάση είναι αυτή που πρέπει να φέρει το υψηλότερο κόστος και αντισταθμίζεται από την τελική τιμή πώλησης των ζυμαρικών. Όταν η αλυσίδα εφοδιασμού όμως δεν είναι ενσωματωμένη, το υψηλότερο κόστος μεταφέρεται στη φάση παρασκευής ζυμαρικών.

Στην Ιταλία ορισμένες μόνο εταιρείες είναι εξοπλισμένες με σιλό αποθήκευσης και μύλους, πιστοποιημένους για βιολογική παραγωγή. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι μύλοι υποχρεώνει τις εταιρείες ζυμαρικών σε πρόσθετα έξοδα και μεταφορές για να παραλάβουν την πρώτη ύλη. Αυτό το στοιχείο, εν τέλει, καθορίζει πολύ το κόστος στη φάση της άλεσης.

πηγή: agrotypos

You may also like

Comments

Leave a reply

More in ΕΛΛΑΔΑ