0

Αν σας έλεγα ότι η χώρα μας είναι γεμάτη με μαγικά μέρη, θα με πιστεύατε; Εξάλλου, τι είναι αυτά τα μαγικά μέρη; Πού βρίσκονται; Στην ύπαιθρο, στα βουνά, τα ποτάμια και τις λίμνες ή μήπως κρύβονται σε αστικούς ή ημιαστικούς τόπους, πίσω από πολυκατοικίες ή δίπλα σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους; Και πώς είναι αυτά τα μέρη; Έχουν άραγε μια ιδιαίτερη και υποβλητική ομορφιά; Ή μήπως συνδέονται στις συνειδήσεις μας αποκλειστικά με ιστορίες απ’ τη μυθολογία μας ή τους μεταγενέστερους θρύλους και τις παραδόσεις μας;

Όταν ξεκίνησα αυτό το άρθρο, πίστευα πως θα βρω μερικές τρομακτικές ιστορίες και πολλή μυθολογία για γνωστούς αρχαιολογικούς ναούς ή πόλεις. Έκανα, φυσικά, λάθος. Βλέπετε, όλοι μας λίγο ή πολύ νομίζουμε πως οι δράκοι, τα φαντάσματα, οι νεράιδες και οι βρικόλακες είναι μύθοι που αφορούν τη βόρεια Ευρώπη, την Αμερική ή ακόμα και όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά σπανίως τον τόπο μας. Κι ας γνωρίζουμε πως ο λαός μας δε στερήθηκε και δε στερείται τη φαντασία και την ικανότητα για μυθοπλασία. Ετοιμαστείτε λοιπόν να εκπλαγείτε! Τι θα λέγατε, αν σας έλεγα πως τα νησιά του Αιγαίου έχουν ιστορίες και θρύλους για νεκραναστημένους και βρικόλακες; Ή ακόμα πως μέρη αστικά και συνηθισμένα, πόλεις ή κωμοπόλεις κοινότοπες και γεμάτες τσιμέντο κρύβουν εντυπωσιακά παραμύθια, καθηλωτικές ιστορίες και τρομακτικούς μύθους; Ας δούμε λοιπόν μια άλλη Ελλάδα, γεμάτη μυστικά, μαγικές ιστορίες και θρυλικά όντα…

Ήπειρος

Αχέροντας ποταμός και νεκρομαντείο, Αχερουσία λίμνη – Νομός Πρέβεζας

Ο ποταμός Αχέροντας ήταν ο ποταμός που ο ψυχοπομπός Ερμής διέσχιζε με ένα πλοιάριο μεταφέροντας τις ψυχές των νεκρών στον Άδη. Το τίμημα για τον διάπλου του ποταμού ήταν ένας οβολός και οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν οι νεκροί τους να έχουν πάντα αυτό το αντίτιμο. Έτσι, το τοποθετούσαν στο στόμα ή στο χέρι του. Η μοναδική περίπτωση, σύμφωνα με τον Λουκιανό, ανθρώπου που πήγε στον Άδη χωρίς να πληρώσει, ήταν αυτή του Μένιππου, που ήταν πάμφτωχος και το μόνο που είχε στην κατοχή του ήταν λούπινα (ένα είδος ψυχανθών). Οι άνθρωποι από την απαρχή του κόσμου ήθελαν να γνωρίζουν τα μελλούμενα και να κατευθύνουν, τρόπον τινά να ελέγξουν τη μοίρα τους. Έτσι απευθύνονταν στους θεούς τους, αλλά και στους νεκρούς συγγενείς τους επιζητώντας με τη μορφή των χρησμών λύση στα προβλήματά τους.

Οι αρχαίοι Έλληνες απευθύνονταν για αυτόν τον σκοπό στο νεκρομαντείο του Αχέροντα. Το όνομα Αχέροντας προέρχεται από τη λέξη αχός (συγγενές του άγχω= πνίγω, αγκαλιάζω) που σημαίνει θλίψη ή καημός και αφορά τον ψυχικό πόνο που προκαλεί ο θάνατος που μας χωρίζει απ’ τους αγαπημένους μας. Το νεκρομαντείο, σύμφωνα με τον Όμηρο, βρισκόταν εκεί που ο ποταμός συναντιόταν με τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα, δύο από τους πέντε ποταμούς του Κάτω Κόσμου, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης που θεωρείτο η σκοτεινή πύλη για τον κόσμο των ψυχών.
Το μαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στο χωριό Μεσοπόταμος και δέχεται κάθε χρόνο πλήθος επισκεπτών. Αντίθετα από άλλα μαντεία, το νεκρομαντείο του Αχέροντα δε χρησιμοποιείτο για τη λήψη αμφισήμαντων, διφορούμενων χρησμών, αλλά για την επαφή με τους νεκρούς συγγενείς ή φίλους μέσω μιας περίπλοκης μυσταγωγίας. Οι ιερείς υπέβαλαν τους συγγενείς των νεκρών που κατέφευγαν εκεί σε μια σειρά δοκιμασιών, όπως η νηστεία και η χρήση παραισθησιογόνων βοτάνων για να θολώσουν το μυαλό τους, αλλά και σε ένα πλήθος ερωτήσεων ώστε να εκμαιεύσουν τις επιθυμητές απαντήσεις.

Ο επισκέπτης του νεκρομαντείου έπρεπε αρχικά να υποβληθεί σε έναν ψυχικό αλλά και σωματικό καθαρμό, να κάνει προσφορές στους νεκρούς και να τους δώσει να πιούν αίμα για να επικοινωνήσουν μαζί του. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Αχέροντας ποταμός κατέληγε στην Αχερουσία λίμνη που ήταν μαύρη κι παγωμένη, στις αρχαίες πηγές περιγράφεται ως μαύρη και φοβερή, μια λίμνη που δε ζει τίποτα ζωντανό εντός της. Η Αχερουσία λίμνη όμως, αποξηράθηκε τη δεκαετία του 1960. Σήμερα, ο επισκέπτης του νεκρομαντείου μπορεί να μην υποβάλλεται σε δοκιμασίες και να μην επικοινωνεί με τους νεκρούς, ωστόσο επηρεάζεται απ’ αυτή την υποβλητική και μυσταγωγική αύρα του τόπου, καθώς φέρνει στη μνήμη του τους μύθους και τις δοξασίες της περιοχής.

Μαντείο Δωδώνης

Η Δωδώνη στην αρχαιότητα υπήρξε ένας απ’ τους σημαντικότερους χώρους λατρείας του Δία και της Διώνης, ενώ το μαντείο της χρονολογείται από την εποχή του Χαλκού, το 2600 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Φοίνικες άρπαξαν δύο κοπέλες από τη Θήβα. Την πρώτη την πούλησαν στην περιοχή της Δωδώνης και την άλλη στη Λιβύη. Η πρώτη έχτισε τον ναό του Διός στη Δωδώνη και η δεύτερη τον ναό του Άμμωνα Δία στη Σίβα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει κι έναν ακόμα μύθο που μιλάει για δύο περιστέρια που το ένα πήγε στη Λιβύη και το άλλο στη Δωδώνη. Τα περιστέρια είχαν ανθρώπινη λαλιά κι εκείνο που πήγε στη Δωδώνη σταμάτησε έναν ξυλοκόπο τη στιγμή που ετοιμαζόταν να κόψει την ιερή βελανιδιά του Διός. Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το μέρος που ο Δίας, που αγαπούσε τους ανθρώπους, φανερωνόταν σ’ αυτούς με τον ήχο της φύσης. Είτε δηλαδή με το θρόισμα των δέντρων, είτε με τον ήχο του ιερού των πηγών. Βάσει ενός άλλου μύθου, η Αθηνά πήρε απ’ την ιερή βελανιδιά το ξύλο που έβαλε στην πλώρη της Αργούς πριν ξεκινήσουν οι Αργοναύτες για την εκστρατεία τους.

Το γεφύρι της Άρτας

«Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τα’ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα…»

Η ιδέα του στοιχειώματος σε γέφυρες είναι πολύ διαδεδομένη σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και των Βαλκανίων. Το γεφύρι της Άρτας βρίσκεται στον ποταμό Άραχθο και πρόκειται για μια λιθόκτιστη γέφυρα του 17ου αιώνα. Οι εφτά καμάρες του γεφυριού δεν έχουν καμιά συμμετρία μεταξύ τους, ενώ η δομή των βάθρων με μεγάλους λίθους μαρτυρεί ότι το γεφύρι πρωτοθεμελιώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

Σύμφωνα με την άποψη κάποιων μελετητών πάνω σ’ αυτά τα βάθρα χτίστηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο τέσσερις μεγάλες καμάρες. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές είχε προβλήματα, ενδεχομένως επειδή η ορμή του Άραχθου εμπόδισε τη σωστή θεμελίωσή της. Όταν η Άρτα, κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, ήταν δεσποτάτο της Ηπείρου, η γέφυρα ανακατασκευάστηκε μετά από μεγάλες δυσκολίες. Βάσει σωσμένων γραπτών μαρτυριών οι εργασίες διήρκησαν τρία ολόκληρα χρόνια και τότε γεννήθηκε το δημοτικό τραγούδι του ακριτικού κύκλου για τη θυσία της γυναίκας του πρωτομάστορα.
Ωστόσο, η ιστορική έρευνα καταδεικνύει ότι ο θρύλος της θυσίας εμπεριέχει πολλές αλήθειες, μιας και κάποτε χρειάστηκε να περάσει απ’ την περιοχή μεγάλη τουρκική στρατιωτική δύναμη. Έτσι κλήθηκαν πολλοί κάτοικοι να συνδράμουν στην αναστύλωση του γεφυριού. Το βράδυ όμως, γκρέμιζαν αυτά που έχτιζαν τη μέρα, μη θέλοντας να συνεργαστούν. Τότε ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής διέταξε τη σύλληψη και τη θανάτωση του πρωτομάστορα και της γυναίκας του για παραδειγματισμό.

Το νησάκι στη λίμνη Παμβώτιδα των Ιωαννίνων

«Τʼ ακούσατε τι γίνηκε ʽς τα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;»

Είναι το μοναδικό νησάκι σε λίμνη της Ευρώπης που κατοικείται και δεν έχει όνομα. Φαντάζει γεμάτο πεύκα, συχνά καλύπτεται με ομίχλη κι όταν αναφερόμαστε σ’ αυτό, το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό είναι η ιστορία της όμορφης κυρά-Φροσύνης που την έπνιξε ο Αλή Πασάς μαζί με ακόμα δεκαέξι κοπέλες. Εκτός βέβαια απ’ την τραγική ιστορία της κυρά-Φροσύνης υπάρχει κι ένας θρύλος, μια ανεπιβεβαίωτη ιστορία για ένα υπόγειο τούνελ που ενώνει το νησάκι με τα Ιωάννινα, ενώ αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι το μικρό νησί κατοικείτο από την εποχή του χαλκού.

Αλλά για το νησάκι της Παμβώτιδας υπάρχει και μία ακόμα ιστορία, αυτή της Βάβως που τη γνωρίζουν καλά οι νησιώτες, αλλά και οι Γιαννιώτες. Κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα υπάρχουν απότομα βράχια που σχηματίζουν ένα παράξενο βαθούλωμα. Εκεί λένε, κρυβόταν συχνά μία γριά που συνήθως κατοικούσε στα βάθη της λίμνης. Όταν λοιπόν τύχαινε να περάσουν άνθρωποι κοντά απ’ την κρυψώνα της, η γριά ανταπέδιδε τις φωνές τους κοροϊδευτικά τρομάζοντάς τους. Ο μύθος δηλαδή της Βάβως, βασίζεται στο αρχαιοελληνικό μύθο της ηχούς.

πηγή: willowisps

You may also like

Comments

Leave a reply