0

«Η Ελένη» του Γιάννη Ρίτσου, γραμμένη το 1970, είναι από αυτά τα «πολύ μεταφυσικότερα» ποιήματά του και από τα πιο απελπισμένα. Ταυτόχρονα όμως είναι ίσως και από τα πιο περήφανα. Με το οριστικό άρθρο που προτάσσει στο όνομα –παραμερίζοντας την παράδοση από τον Γκαίτε έως τον Παλαμά και από τον Πιερ Ζαν Ζουβ έως τον Σεφέρη, που την θέλει απλώς «Ελένη»-, ο Ρίτσος εκδηλώνει μια ακραία αυτοπεποίθηση. Αυτοπεποίθηση που μάλλον πάει μαζί με την ακραία απελπισία.

1970: λίγο μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία. Ο ποιητής βρίσκεται σε «κατ’ οίκον περιορισμό» στο Καρλόβασι της Σάμου, ενώ ταυτόχρονα, βαριά άρρωστος, θεωρεί ότι όπου να ’ναι η ζωή του φτάνει στο τέλος της. «Η Ελένη», αυτή η «ραψωδία της ματαιότητας»-19 σελίδες, 600 περίπου στίχοι-, ίσως γράφεται ως έσχατη κατάθεση. Τελειώνει άλλωστε με θάνατο. Η ματαιότητα των ανθρωπίνων ταλάνιζε βέβαια τον ποιητή από χρόνια· τώρα όμως, το 1970, εκτυλίσσεται σε μια νέα μορφή, χωρίς τις παλιές αντίρροπες σκέψεις: μια έξοδο προς τον κόσμο, μια τελική έστω κατάφαση στο κάλεσμα της συλλογικότητας ή της αριστεράς. Εδώ η ματαιότητα προβάλλει γυμνή και ανελέητη· ναυτία, αδιαπέραστος τοίχος, κακότροπες «δούλες»: το κλίμα του υπαρξισμού. Ωστόσο το υποκείμενο ψάχνει να βρει κάπου ένα φως: σε μια απέλπιδα αντίσταση, ίσως, στον απολύτως ατομικό, στον μοναχικό χώρο της τέχνης, ή και σε μια ουτοπία, τόσο μακρινή που μπορεί να χρησιμεύσει και ως φως για το μέλλον.

Ας ξεκινήσουμε από τα γνωστά. Η «Ελένη» διαθέτει τη μορφή του μονολόγου με τις «σκηνικές οδηγίες» στην αρχή και στο τέλος του, που έχουν όλα τα ποιήματα της Τέταρτης διάστασης. Ένας νεαρός στρατιωτικός επισκέπτεται τη διάσημη γυναίκα· τη βρίσκει γριά «εκατό, διακόσω χρονώ», με πολύ εμφανή τα σημάδια της φθοράς ολόγυρά της. Το σπίτι καταρρέει, οι δούλες την κλέβουν, το πρόσωπό της και το σώμα έχει οικτρά αλλοιωθεί. Μέσα σε αυτή την απόλυτη παρακμή, η γηραιά κυρία διαγράφει με μιας, ακυρώνει όλο το παρελθόν, τις μεγάλες τάχα στιγμές της ζωής της και του κόσμου της, και θυμάται μικρολεπτομέρειες αλλά και μία οριακή εμπειρία: όταν προχωρούσε πάνω στα τείχη της Τροίας ανάμεσα στα αντίπαλα στρατεύματα. Τότε τους έριξε, λέει, τρία λουλούδια και μετά αναλήφθηκε. Αν αναλήφθηκε πράγματι… Με αυτό το τελευταίο ερωτηματικό, χωρίς να ολοκληρώσει την ύστατη φράση της, η Ελένη πεθαίνει. Το σπίτι της υφίσταται λεηλασία από τις γειτόνισσες, ενώ η σωρός της μεταφέρεται στο νεκροτομείο κάτω απ’ το «ήσυχο, παραπλανητικό φεγγάρι». Ο νεαρός ακροατής της δεν ξέρει πλέον προς τα πού να κατευθυνθεί, πού να πάει.

You may also like

Comments

Leave a reply